- χάσμα
- -ατος, το, ΝΜΑ1. ρήγμα γης, βάραθρο (α. «το χάσμα π' άνοιξ' ο σεισμός κι ευθύς εγιόμισ' άνθη», Σολωμ.β. «υποθαλάσσιο χάσμα» γ. «Ταρτάρου γὰρ ὤφελεν ἐλθεῑν Κιθαιρὼν εἰς ἄβυσσα χάσματα», Ευρ.)2. κάθε ευρύ άνοιγμα (α. «η πληγή του παρουσίαζε μεγάλο χάσμα» β. «χάσμα πυλάων», Οππ.)νεοελλ.1. βοτ. παρεγχυματική περιοχή στη στήλη, δηλαδή στο αγωγό σύστημα τού βλαστού, πολλών τραχεοφύτων, η οποία βρίσκεται αμέσως πάνω από το ίχνος τού φύλλου2. μτφ. α) κάθε κενό που οφείλεται σε διακοπή συνέχειας («παρουσιάζει σοβαρά χάσματα στη σκέψη του»)β) (συν. σχετικά με γραπτό κείμενο) σκοτεινό ή ασαφές σημείο («η έκθεσή του έχει σημαντικά χάσματα στην ανάλυση τών επιχειρημάτων του»)γ) απόσταση, διάστημα, διαφορά («είναι εμφανές το πολιτιστικό χάσμα επαρχιών και πρωτεύουσας»)2. φρ. α) «χάσμα γενεών» — μεγάλη διαφορά αντιλήψεων, πεποιθήσεων και, γενικά, κοσμοθεωρίας ανάμεσα στις διάφορες γενεές, ιδίως μεταξύ νέων και ηλικιωμένωνβ) «χάσμα νόμου»(νομ.) έλλειψη κανόνα δικαίου για την επίλυση συγκεκριμένης περίπτωσηςμσν.-αρχ.(για θηρίο) ορθάνοιχτο στόμα («λέων... χάσμα φέρων χαλεπὸν πειναλέου φάρυγγος», Ανθ. Παλ.)αρχ.1. (κυρίως για τον ουρανό και τη θάλασσα) μεγάλη, ευρεία έκταση2. (στην ΚΔ) το μεταξύ τής Κολάσεως και τού Παραδείσου χαώδες διάστημα.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χασ- τού χάσκω* / χαίνω + κατάλ. -μα (πρβλ. πλάσ-μα)].
Dictionary of Greek. 2013.